ογκολογικός

ογκολογικός
-ή, -ό [ογκολογία]
σχετικός με την ογκολογία.
επίρρ...
ογκολογικώς και -ά
από ογκολογική άποψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ογκολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ογκολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”